- επίμιξις
- ἐπίμιξις και ἐπίμειξις, ἡ (Α) [επιμίγνυμι]επιμιξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίμιξις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμίξει — ἐπίμιξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμίξεϊ , ἐπίμιξις fem dat sg (epic) ἐπίμιξις fem dat sg (attic ionic) ἐπιμί̱ξει , ἐπιμίγνυμι aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιμί̱ξει , ἐπιμίγνυμι fut ind mid 2nd sg ἐπιμί̱ξει , ἐπιμίγνυμι fut ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίμιξις — ἐπίμιξις , ἐπίμιξις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμίξεις — ἐπίμιξις fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίμιξις fem nom/acc pl (attic) ἐπιμί̱ξεις , ἐπιμίγνυμι aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιμί̱ξεις , ἐπιμίγνυμι fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμίξιας — ἐπίμιξις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμιξιν — ἐπίμιξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμίξεων — ἐπιμίξεω̆ν , ἐπίμιξις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμίξεως — ἐπιμίξεω̆ς , ἐπίμιξις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)